περιτομή

περιτομή
Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές ομάδες χριστιανών της Αιγύπτου και της Αιθιοπίας, σε όλους σχεδόν τους ιθαγενείς πληθυσμούς της Αφρικής, της Αυστραλίας, της Ωκεανίας και σε μερικούς της Αμερικής. Η μεγάλη διάδοση της π. θέτει ένα πρόβλημα που δεν έχει λυθεί ακόμα, σχετικά με την προέλευση και τον αρχικό σκοπό του εθίμου. Έχει γίνει όμως παραδεκτό ότι η π., όπως και άλλοι ακρωτηριασμοί, αποτελεί μέρος των τελετουργικών εθίμων της μύησης, δηλαδή του συνόλου των τελετουργικών με τις οποίες γίνονται δεκτοί οι νέοι στην κοινωνία των ενηλίκων. Η π. όμως, που διατηρείται μερικές φορές έξω από τις τελετουργίες αυτές (ή μετά τον τερματισμό τους), δικαιώνεται πάντοτε από θρησκευτική άποψη και τίθεται ως όρος εισόδου σε μια κοινότητα ή σ’ ένα λαό. Τέτοια είναι η περίπτωση του Ισραήλ, όπου η π. εφαρμόζεται σύμφωνα με τις εντολές που έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ και αποτελεί απαραίτητο όρο για να ανήκει κανείς στον εβραϊκό λαό, επειδή ο Θεός είπε: «και απερίτμητος άρσην, ος ου περιτμηθήσεται την σάρκα της ακροβυστίας αυτού, τη ημέρα τη ογδόη, εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ του γένους αυτής» (Γένεσις ιζ΄, 14). Στη Βίβλο, οι Φιλισταίοι και οι Χαναναίοι, πατροπαράδοτοι εχθροί του Ισραήλ, ονομάζονταν με το περιφρονητικό επίθετο «απερίτμητοι». Είναι σχεδόν αδύνατο να διαπιστώσουμε την αρχική σημασία της π.: βέβαιο είναι ότι δεν εφαρμόστηκε ποτέ για λόγους υγιεινής, όπως ήθελε μια θετικιστική θεωρία του περασμένο αι., που σήμερα δεν ευσταθεί. Αναφάνηκε αντίθετα και παράμεινε ως τελετουργική ενέργεια: η αρχέγονη σημασία της πρέπει ίσως ν’ αναζητηθεί σε ένα γενετήσιο συμβολισμό, που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Κατά την αρχαιότερη παράδοση η π. εφαρμοζόταν στην εφηβική ηλικία, αργότερα, πιο συχνά στην παιδική ηλικία και στους Εβραίους στις πρώτες ημέρες μετά τη γέννηση. Η π. των θηλέων (κλειτοριδεκτομή) εφαρμοζόταν σπανιότερα, σε λίγους μόνο από τους λαούς στους οποίους ήταν διαδομένη η π. των αρρένων. «Η περιτομή του Ιησού», τοιχογραφία του Ιταλού ζωγράφου Μπεάτο Αντζέλικο στο Μουσείο του Αγίου Μάρκου της Φλωρεντίας. Τον Ιησού σηκώνει ο Ιωσήφ.
* * *
η, ΝΜΑ [περιτέμνω]
1. ιατρ. η ολική ή μερική εκτομή τής ακροποσθίας τού πέους
2. θρησκειολ. η κυκλική αποκοπή τού δέρματος που καλύπτει τη βάλανο τού ανδρικού γεννητικού οργάνου
3. φρ. «εορτή περιτομής τού Κυρίου» — η όγδοη ημέρα μετά τη γέννηση τού Χριστού κατά την οποία έγινε η περιτομή του και έλαβε το ὁνομα Ιησούς και η οποία εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου
νεοελλ.
η τομή τού επιπεφυκότα γύρω από τον σκληροκεράτιο δακτύλιο τού οφθαλμού
μσν.-αρχ.
1. περικοπή, κυκλική, περιφερική εντομή μέρους τού σώματος
2. μτφ. περικάθαρση, καθαρμός, απαλλαγή (α. «περιτομή καρδίας ἐν πνεύματι ού γράμματι» ΚΔ
β. «μία μὲν ἐν τῇ σαρκί, δευτέρα δὲ ἡ ἀπὸ προαιρέσεως
αὕτη σαρκὸς περιτομὴ αὕτη διανοίας περιτομή», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. (ως περιλπτ.) οι περιτετμημένοι, οι εκ περιτομής χριστιανοί («ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῑος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία», ΚΔ)
4. φρ. «οἱ ἐκ περιτομῆς» — οι χριστιανοί που προέρχονται από λαούς στους οποίους ίσχυε το έθιμο τής περιτομής
αρχ.
τμήμα μηχανής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιτομή — circumcision fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτομῇ — περιτομῆι , περιτομεύς shoemaker s knife masc dat sg (epic ionic) περιτομή circumcision fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτομή — η 1. το κόψιμο γύρω γύρω, η περικοπή. 2. κόψιμο του δέρματος του αντρικού οργάνου (πέους) για λόγους θρησκευτικούς στους Εβραίους, Τούρκους, Αιγυπτίους, αλλιώς σουνέτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιτομαῖς — περιτομή circumcision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτομαί — περιτομή circumcision fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτομήν — περιτομή circumcision fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτομῶν — περιτομή circumcision fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… …   Dictionary of Greek

  • ακροβυστώ — ἀκροβυστῶ ( έω) (Α) [ἀκρόβυστος] 1. δεν έχω υποστεί περιτομή, έχω ακροβυστία 2. αφαιρώ την ακροβυστία, κάνω περιτομή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”